Ρότσεστερ

Ρότσεστερ
(Rochester). Oνομασία 3 πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη της Αγγλίας, στο Κεντ, η οποία από το σοκ ήταν έδρα επισκοπής. Έχει μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις αγροτικών μηχανών, ηλεκτρικών ειδών κ.ά. Παρουσιάζει μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον εξαιτίας των σπουδαίων ιστορικών μνημείων της, πολλά από τα οποία χρονολογούνται από τον 12o και τον 13o αιώνα. 2. Πόλη και λιμάνι των ΗΠΑ στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Βιομηχανική πόλη, διαθέτει βιομηχανίες φωτογραφικών ειδών κυρίως μηχανών κατεργασίας καπνού κλπ. Έχει πανεπιστήμιο και άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. 3. Πόλη των ΗΠΑ στην Πολιτεία της Μινεσότας. Είναι χτισμένη στις όχθες του παραπόταμου του Μισισιπή Ζούμπρο. Έχει μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις κατασκευής χειρουργικών εργαλείων, τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών, καλλυντικών κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μόργκαν, Λιούις Χένρι — (Lewis Henry Morgan, Ορόρα, Ιλινόις 1818 – Ρότσεστερ 1881). Αμερικανός εθνολόγος. Αφού σπούδασε στο Union College του Σκενέκταντι, εγκαταστάθηκε στο Ρότσεστερ, όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Τα κοινωνιολογικά του ενδιαφέροντα γεννήθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο …   Dictionary of Greek

  • Βινιό, Βενσάν ντι- — (Vincent du Vigneaud, Σικάγο 1901 – 1978).Αμερικανός βιοχημικός. Πήρε το δίπλωμα της ιατρικής στο Ρότσεστερ το 1927 και ειδικεύτηκε στην Ευρώπη. Το 1938 έγινε καθηγητής της βιοχημείας στο πανεπιστήμιο Κορνέλ. Το 1936 συνέθεσε τη γλουταθειόνη,… …   Dictionary of Greek

  • Γκάιντουσεκ, Κάρλτον — (Carleton Gajdusek, Νέα Υόρκη 1923 –). Αμερικανός παιδίατρος, νευρολόγος και ιολόγος, σλοβακικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ και στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Καλτέκ. Πραγματοποίησε εργαστηριακές έρευνες στο ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Ίστμαν, Τζορτζ — (George Eastman, Νέα Υόρκη 1854 – 1932). Αμερικανός εφευρέτης και πρωτοπόρος της φωτογραφίας. Το όνομά του είναι συνυφασμένο με την ευρεσιτεχνία του σελιλόιντ. Από την ηλικία των 20 ετών πειραματιζόταν ως ερασιτέχνης φωτογράφος με τις ζελατίνες,… …   Dictionary of Greek

  • Κάλογουεϊ, Καμπ — (Cabell «Cab» Calloway, Ρότσεστερ, Νέα Υόρκη 1907 – Ντελάγουεαρ 1994). Αμερικανός τραγουδιστής της τζαζ, χορευτής και συνθέτης. Μεγάλωσε στη Βαλτιμόρη, αλλά μετακόμισε στο Σικάγο με την οικογένειά του, όπου σπούδασε στο κολέγιο Κρέιν. Πολυσύνθετο …   Dictionary of Greek

  • Κεντ — (Kent). Κομητεία (3.543 τ. χλμ., 1.329.653 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, με πρωτεύουσα την πόλη Μέιντστοουν (Maidstone, 138.948 κάτ.). Στα Β βρέχεται από τον ποταμόκολπο του Τάμεση (Βόρεια θάλασσα), στα Ν από τη Μάγχη, στα Α από το… …   Dictionary of Greek

  • Κόρνμπεργκ, Άρθουρ — (Arthur Kornberg, Νέα Υόρκη 1918 –). Αμερικανός βιοχημικός. Σπούδασε στο κολέγιο της Νέας Υόρκης και στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ απ’ όπου έλαβε το διδακτορικό του (1941). Στο διάστημα 1947 53 κατείχε τον τίτλο του διευθυντή του Τομέα Ενζύμων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”